- σκολιωπός
- -ή, -όν, Α1. αυτός που δίνει την εντύπωση σκολιού, λοξού2. (γενικά) πλάγιος3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σκολιωπάλοξά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός» + -ωπός* (βλ. λ. όπωπα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκολιωπόν — σκολιωπός looking askew masc/fem acc sg σκολιωπός looking askew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιωπά — σκολιωπός looking askew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek